Οι σκοποί της θετικής συμπεριφοράς του παιδιού

Οι τέσσερις βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία θετικών σχέσεων των γονέων με τα παιδιά τους, συνοψίζονται στα εξής: αμοιβαίος σεβασμός, χρόνος για διασκέδαση, ενθάρρυνση, αγάπη.

Ως γνωστόν, το σεβασμό τον κερδίζουμε διότι πηγάζει από τον σεβασμό που εμείς πρώτα δείχνουμε στα παιδιά μας. Όταν λοιπόν γκρινιάζουμε, φωνάζουμε, δέρνουμε και μιλάμε με περιφρόνηση, τότε δεν δείχνουμε σε καμία περίπτωση σεβασμό. Επίσης όταν κάνουμε εμείς οι ίδιοι αυτό που μπορούν να κάνουν τα παιδιά μας από μόνα τους, είναι και αυτό έλλειψη σεβασμού. Όταν τα κριτήριά μας για τη συμπεριφορά μας είναι διαφορετικά από τα κριτήριά μας για τη συμπεριφορά των παιδιών μας, τότε αποτελεί και αυτό μια έκφραση έλλειψης σεβασμού. Ο πιο απλός, αλλά συνάμα δύσκολος, τρόπος για να αρχίσουμε να πράττουμε με σεβασμό είναι να περιορίσουμε τις αρνητικές παρατηρήσεις και να τις αντικαταστήσουμε με θετικές και εποικοδομητική συζήτηση.

Το σημαντικότερο στην ώρα που θα περάσουμε μαζί με τα παιδιά μας, εφόσον δεν υπάρχει αρκετός χρόνος στη διάθεσή μας, είναι να αφιερώνουμε όχι τόσο ποσότητα χρόνου αλλά ποιότητα στον χρόνο που θα αφιερώσουμε στα παιδιά μας. Μια ώρα θετικής αλληλεπίδρασης με τα παιδιά μας αξίζει πολύ περισσότερο από αρκετές ώρες γκρίνιας ή διαμάχης. Το κάθε παιδί χρειάζεται τον χρόνο του με τον κάθε γονέα. Έτσι, καθημερινά, ας αφιερώνουμε όσο χρόνο μπορούμε, κάνοντας κάτι που αρέσει και στους δύο, στον γονέα και στο παιδί. Δεν πρέπει κανείς να νιώθει υποχρέωση να κάνει ή να μην κάνει κάτι αλλά να προγραμματίζει ο κάθε γονέας με το παιδί από κοινού πώς θέλουν να περάσουν την ώρα τους. Σε περίπτωση που ένα άλλο παιδί επέμβει και πει τη γνώμη του, μπορεί ο γονέας να πει ότι «αυτή η ώρα είναι του /της … και δική μου. Εσύ και εγώ θα έχουμε τη δική μας ώρα». Επιπρόσθετα, θα πρέπει μια φορά την εβδομάδα η οικογένεια να περνάει χρόνο όλοι μαζί. Για να πιστέψει ένα παιδί στον εαυτό του, θα πρέπει πρώτα οι γονείς του να πιστέψουν σε αυτό. Αυτό κατορθώνεται με την ενθάρρυνση των γονέων προς το παιδί, γιατί έτσι τα παιδιά νιώθουν ότι επαρκούν και ότι έχουν ικανότητες. Προσπαθούμε να μειώσουμε τη σημασία των λαθών που κάνει το παιδί και αναγνωρίζουμε τα θετικά του σημεία. Κάνουμε εποικοδομητική κριτική χωρίς να χρησιμοποιούμε λεξιλόγιο που μπορεί να μειώσει την αξία και την προσπάθεια του παιδιού.

Τα παιδιά για να νιώσουν ασφάλεια πρέπει να λαμβάνουν αγάπη από τους γονείς τους, λεκτικά και έμπρακτα. Είναι σημαντικό οι γονείς να λένε στα παιδιά τους ότι τα αγαπάνε, ειδικά όταν τα παιδιά δεν το περιμένουν. Επίσης είναι σημαντικό οι γονείς να δηλώνουν έμπρακτα ότι αγαπάνε τα παιδιά τους με ένα χάδι, ένα φιλί, μια αγκαλιά. Οι γονείς θα πρέπει να βοηθήσουν τα παιδιά τους να αναπτύξουν την υπευθυνότητα και την ανεξαρτησία τους. Προσοχή στην αντιφατική συμπεριφορά σε σχέση με την λεκτική επικοινωνία.

Όταν ένα παιδί συμπεριφέρεται με τρόπο που να βοηθάει και προσφέρεται εθελοντικά, σκοπεύει στην προσοχή, στο ενδιαφέρον και στη συνεισφορά, και το κάνει αυτό γιατί νιώθει ότι ανήκει όταν συνεισφέρει. Σε αυτή τη συμπεριφορά οι γονείς θα πρέπει να δώσουν στο παιδί το μήνυμα ότι η συνεισφορά του μετράει θετικά και ότι είναι εκτιμητέα.

Όταν ένα παιδί συμπεριφέρεται με αυτοπειθαρχία, κάνει τη δική του δουλειά και είναι επινοητικό, αυτό σημαίνει ότι νιώθει ότι μπορεί να αποφασίσει και να πάρει την ευθύνη της απόφασής του. Ο σκοπός της συμπεριφοράς του αυτής είναι να δείξει δύναμη, αυτονομία και ότι είναι υπεύθυνο για τη συμπεριφορά του. Οι γονείς θα πρέπει να ενθαρρύνουν το παιδί να λαμβάνει αποφάσεις σε θέματα που είναι σχετικά με την ηλικία του. Οι γονείς έτσι μπορούν να αφήσουν το παιδί να μάθει από τα θετικά ή τα αρνητικά αποτελέσματα της απόφασής του.

Όταν ένα παιδί αντιδρά στην επίθεση με καλοσύνη και αγνοεί τις μειωτικές παρατηρήσεις (δεν εννοούμε την κακή συμπεριφορά απέναντί του) τότε ο σκοπός του είναι η δικαιοσύνη. Είναι σαν να λέει ότι «μου αρέσει να συν-εργαστώ μαζί σου». Άρα αυτό που έχουν να κάνουν οι γονείς είναι να σταματήσουν να χρησιμοποιούν κακοπροαίρετες παρατηρήσεις (κάτι που δεν θα πρέπει να γίνεται ούτως ή άλλως) απέναντι στο παιδί και να δείξουν στο παιδί ότι εκτιμούν το ενδιαφέρον του για συνεργασία και να δουλέψουν μαζί με το παιδί, σαν ομάδα.

Όταν ένα παιδί με τη συμπεριφορά του αγνοεί τις προκλήσεις, αποχωρεί από τον αγώνα υπεροχής και αποφασίζει για τη δική του συμπεριφορά τότε το παιδί αυτό σκοπεύει στο να αποχωρήσει από τη μάχη διότι αρνείται να «πολεμήσει» και δέχεται τη γνώμη των άλλων. Το παιδί αυτό πιστεύει ότι μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από τη μάχη. Άρα πρόκειται για μια πράξη ωριμότητας. Θα πρέπει να αναλογιστούμε βέβαια και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται πράξη αυτή η αποχώρηση του παιδιού από τη μάχη, για να την κατατάξουμε σε ωριμότητα και όχι σε απάθεια. Οι γονείς θα πρέπει να αναγνωρίσουν την προσπάθεια του παιδιού να φερθεί με ωριμότητα και να επιδείξουν και εκείνοι την αντίστοιχη ωριμότητα στη συμπεριφορά τους.

ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ
ΚΛΕΙΣΤΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ